ημιεπίπεδο

ημιεπίπεδο
Το σύνολο των σημείων ενός επιπέδου που βρίσκονται από το ίδιο μέρος σε σχέση με μια ευθεία του επιπέδου. Οι συντεταγμένες των σημείων ενός ημιεπιπέδου ικανοποιούν μια ανισότητα της μορφής Αχ + Bψ + C > 0, όπου Α, Β, C είναι ορισμένες σταθερές και Α, Β δεν είναι ταυτόχρονα μηδέν. Κλειστό η. λέγεται το η. που περιλαμβάνει και την ευθεία Αχ + Βψ + C = 0 (σύνορο του η.). Στο μιγαδικό επίπεδο των αριθμών z = x + iy ως άνω η. θεωρείται η y = Imz > 0, ως κάτω η. η ψ = Imz < 0, ως αριστερό η. η x = Rez < 0 και ως δεξιό η. η χ = Rez > 0.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συντεταγμένες — Ο όρος χρησιμοποιείται, ιδιαίτερα, στην αναλυτική γεωμετρία. Έστω x’Ox μια ευθεία, όπου Ο ένα δεδομένο σημείο της (Σχ. 1), θετική φορά πάνω σ’ αυτή η φορά προς το x, και Θ ένα σημείο ως παράσταση του αριθμού 1· η ευθεία x’Ox ονομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • μεσημβρινός — Πρόκειται για τη νοητή γραμμή της γήινης σφαίρας, όλα τα σημεία της οποίας έχουν το ίδιο γεωγραφικό μήκος· αυτή η νοητή γραμμή διέρχεται από τους δυο πόλους της Γης. Εξαιτίας της ελλειψοειδούς περιστροφής της Γης, οι γήινοι μ. είναι επίπεδες… …   Dictionary of Greek

  • Κεντρικός Ορεινός Όγκος ή Κεντρικό Υψίπεδο — (MassifCentral). Εκτεταμένη ορεινή περιοχή της νοτιοκεντρικής Γαλλίας. Ορίζεται από τη λεκάνη του Παρισιού στα Β, τη λεκάνη της Ακουιτανίας στα Δ και από τις κοιλάδες του Σον και του Ροδανού στα Α. Πρόκειται για παλαιοζωικό ορεινό όγκο, ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • Σκανδιναβία — (Scandinavia). Περιοχή της βόρειας Ευρώπης που αντιστοιχεί, υπό περιορισμένη έννοια, στη σκανδιναβική χερσόνησο, σε μεγάλο μέρος δηλαδή της ηπειρωτικής Νορβηγίας και Σουηδίας και με γενικότερη έννοια, στα σουηδικά νησιά (Αίλαντ, Γκότλαντ και άλλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”